Ηερίη

Ηερίη
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Τέκταφου, ηγεμόνα της ινδικής φυλής των Βολίγγων. Ο πατέρας της είχε φυλακιστεί σε ένα σπήλαιο, για να πεθάνει από πείνα κατά τη διάρκεια μιας αιχμαλωσίας του. Η Η. παρακάλεσε τους φύλακες να της επιτρέψουν να μπει μέσα, για να παρασταθεί στις τελευταίες στιγμές του πατέρα της. Οι φύλακες την έψαξαν και δεν βρήκαν τίποτα επάνω της, εκείνη όμως έδωσε στον πατέρα της το γάλα της, γιατί είχε αποκτήσει πριν από λίγο παιδί. Έτσι, ο Τέκταφος έζησε και ο Δεριάδης, που τον είχε φυλακίσει, θαύμασε τη στοργή της H., όταν έμαθε το γεγονός και τον απελευθέρωσε.
II
Αρχαία ονομασία της Θάσου (βλ. λ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἠερίη — ἠέριος misty fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠερίῃ — ἠέριος misty fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Telesikles — (altgriechisch Τελεσίκλες) gilt als Gründer der parischen Kolonie auf Thasos. Seine Lebensdaten sind unbekannt, jedoch ließ sich die Gründung der Kolonie in die erste Hälfte des 7. Jahrhunderts v. Chr. datieren.[1] Telesikles gilt zudem als… …   Deutsch Wikipedia

  • AEGYPTUS Turcis Elcuibet — Asiae regio (licet a Ptolemaeo in Africa discribatur) teste Mela l. 1. c. 9. in 2. partes dividitur. Una inferior, quae et Delta, ad occidentem Bechria, et ad ortum Errif, teste Io: Leone, dicitur. Altera Superior, vulgo Sahid, et olim Thebais… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… …   Dictionary of Greek

  • ηερίηθεν — ἠερίηθεν (Α) επίρρ. από τον ομιχλώδη τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηερίη, παλαιά ονομασία τής Αιγύπτου + κατάλ. θεν, δηλωτική της από τόπου κινήσεως (πρβλ. εντεύ θεν, οίκο θεν)] …   Dictionary of Greek

  • λέπας — λέπας, τὸ (Α) βουνό πετρώδες και γυμνό, βράχος («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν λέπας», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. lapis, idis «πέτρα» (το a τού lapis είναι δυσερμήνευτο), οπότε η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *lep «αποσπώ, αφαιρώ τον φλοιό»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”